- αβύζαχτος
- -η, -ο [βυζαίνω]αυτός που δεν τόν θήλασαν, αθήλαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβύζαχτος — αβύζαχτος, η, ο και αβύζαστος, η, ο 1. αυτός που δε θήλασε: Το παιδί έμεινε πολλές ώρες αβύζαχτο. 2. αυτός που δε θηλάστηκε: Ήταν ακόμη γυναίκα αβύζαχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθηλος — ἄθηλος, ον, (Α) [θηλή] 1. αθήλαστος, αβύζαχτος «οὐδ’ ἐλεῖς τὸ παιδίον ἄθηλον» 2. αυτός που μόλις αποκόπηκε από τον θηλασμό 3. ως ουσ. ο ευνούχος (Σούδα) … Dictionary of Greek
αγαλούχητος — η, ο [γαλουχώ] 1. αυτός που δεν γαλουχήθηκε, ο αβύζαχτος 2. μτφ. ο αμύητος σε κάτι … Dictionary of Greek
αγαλούχητος — η, ο αυτός που δε γαλουχήθηκε, αβύζαχτος: Δεν έμεινε αγαλούχητος από τα ιδεώδη της ελευθερίας και της φιλοπατρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθήλαστος — η, ο αβύζαχτος: Κλαίει το παιδί γιατί είναι αθήλαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)